Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Πορφύριος - Περί αποχής εμψύχων (Ακρεοφαγία)


Πορφύριος ο Τυριος
Περί αποχής εμψύχων (Ακρεοφαγία)
- αποσπάσματα - 




Τι είναι η θυσία.
«Και πρώτον, λέγει, ότι από ακατανίκητη ανάγκη, όπως είπαμε, που κατέλαβε το ανθρώπινο γένος, άρχισαν αυτά τα έθη, τα φονικά και σαρκοφαγικά.
Λοιπόν, πόλεμοι και λιμοί ήταν οι αίτιοι που επέφεραν και την ανάγκη του να γευτούμε ζώα, έμψυχα όντα.
Αλλά εάν υπάρχουν ικανές ποσότητες καρπών, ποιος είναι ο λόγος να προσφεύγουμε στο θύμα της ανάγκης;»
(…)
«Απ’όσα αγαθά προσφέρουν λοιπόν σε εμάς οι θεοί, τα ωραιότερα και πολυτιμότερα όλων είναι οι καρποί. Διότι δια τούτων μας σώζουν και νομίμως μας παρέχουν την δυνατότητα να ζούμε.  Ώστε από καρπούς πρέπει και να απονέμονται τιμές σ’εκείνους τους θεούς.
Και ασφαλώς πρέπει να θυσιάζουμε εκείνα τα είδη τα οποία, προσφέροντάς τα, δεν θα βασανίζουμε κανέναν. Ούτε έναν, χωρίς αντίρρηση. Αλλά και το θύμα πρέπει να είναι για όλους αβλαβές.
Και, εάν κάποιος θα έλεγε ότι ο θεός έχει δώσει σε εμάς προς χρήση και τα ζώα, όπως και όσο έχει δώσει και τους καρπούς, θα όφειλε να πει επίσης, ότι όταν θυσιάζονται τα ζώα, ο υπεύθυνος επιφέρει βλάβη σε αυτά, καθώς εκείνα αποχωρίζονται από την ψυχή τους όταν τα σκοτώνουμε. Δεν ενδείκνυται, λοιπόν, να θυσιάζουμε αυτά.»
(…)
«Ασφαλώς, η ψυχή είναι κατά πολύ αξιολογότερη από εκείνα που φύονται στο χώμα. Και δεν αρμόζει να την αφαιρεί εκείνος ο οποίος θυσιάζει ζώα.»


«Επειδή, λοιπόν, η φιλία και η αίσθηση της αδελφότητος ήταν ισχυρή σε όλους τότε, στην Χρυσή Εποχή, κανείς δεν εφόνευε κανένα ζώο, γιατί όλοι επίστευαν ότι είναι οικεία και τα άλλα ζώα προς τον καθέναν ξεχωριστά και σε όλο το ανθρώπινο γένος.»


«Όχι προς τιμήν θεών, αλλά δαιμόνων, εισήγαγον οι άνθρωποι τις αιματηρές θυσίες».
(…)
«Οι δαίμονες αυτοί (…) χαίρονται με «σπονδή αίματος και κνίσσα κρεάτων». Διότι, με τούτα αυξάνει το σωματικό και το πνευματικό στοιχείο τους. Αυτό συντηρείται με τους ατμούς και τις αναθυμιάσεις κάθε είδους. Ιδίως όμως ενισχύεται δια των ποικίλων προσφορών, και δυναμώνει περισσότερο με τις κνίσσες από τα αίματα και τις σάρκες.»



Ωμοφαγία, ανθρωποφαγία, ανθρωποθυσίες και Αιγύπτιοι.
«Αλλά με την πάροδον του χρόνου παραμελήσαμε την οσιότητα του ήθους και των πράξεων και των θυσιών. Αιτία για τούτη την κατάπτωση ήταν η ανεπάρκεια των καρπών και η εν γένει έλλειψη των ειδών νομίμου τροφής. Τότε οι άνθρωποι όρμησαν στην μεταξύ τους σαρκοφαγία, στην ανθρωποφαγία.
Και τότε, μετά από πολλές δεήσεις και ικετεύοντας το θείον να συγχωρήσει τις πράξεις του, έκαμαν απαρχές προς του θεούς με τους εαυτούς τους πρώτα (προσφέροντας δηλαδή, ανθρωποθυσίες).»
(…)
«Λοιπόν, από αυτό το στάδιο, της προσφοράς του εαυτού τους, οι άνθρωποι επέρασαν στις προσφορές σωμάτων των άλλων ζώων, ως υποκατάστατα των δικών τους σωμάτων. Και τότε, επειδή είχαν κορεσθεί από την νόμιμη (αναίμακτη) τροφή, έπεσαν σταδιακά στη λήθη των ευσεβών συνηθειών και νόμων. Και κατέληξαν στην απληστία. Τίποτε δεν άφησαν χωρίς να το δοκιμάσουν και να το γευθούν. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με όλους ανεξαιρέτως και ισχύει και για την καρποφαγία.  Παρατηρούμε δηλαδή ότι, αφού έχουν εξασφαλίσει την αναγκαία τροφή που προσφέρει η φύση και χορτάσουν την πείνα τους, επειδή ο κορεσμός οδηγεί στην αναζήτηση του περιττού, αρχίζουν να παρασκευάζουν, καταβάλλοντας πολύ κόπο, πολλά και διάφορα φαγητά, που βρίσκονται έξω από τα όρια της σωφροσύνης.
Έτσι, αφού όρισαν ως άξια τιμής τα προς τους θεούς αποδιδόμενα θύματα, κατέληξαν και να τα γεύονται.
Η έναρξη της κρεοφαγίας σημειώνεται ακριβώς σε αυτήν την πράξη. Έκτοτε, η ζωοφαγία έχει καταστεί προσθήκη της υπόλοιπης χορτοφαγικής δίαιτας.
Όπως, λοιπόν, κατά το μακρινό παρελθόν προσέφεραν απαρχές στους θεούς με καρπούς και, μετά τη θυσία, δοκίμαζαν ευχαρίστως από τα είδη που είχαν προσφερθεί, το ίδιο ενόμισαν ότι έπρεπε να κάνουν κι όταν άρχισαν τις θυσίες των ζώων. Αν και, κατά την αρχαιότητα, η ιέρεια δεν είχε εγκρίνει να γίνονται έτσι τα πράγματα, αλλά είχε εγκρίνει μόνο να τιμώνται οι θεοί με προσφορές καρπών. Διότι με εκείνα τα ήθη εύρισκαν αρμονική ευχαρίστηση και η φύση ολόκληρη και το αισθητικό μέρος της ανθρώπινης φύσης.
«Με άκριτους φόνους δεν αιματώνεται ο βωμός, αλλά μίασμα μέγιστο είναι τούτο στους ανθρώπους που αφαιρούν την ψυχή για να φάγουν τα μέλη».
(…)
«Λοιπόν, κι όταν οι πόλεμοι και οι λιμοί προκάλεσαν την βρώση άλλων ζώων, δεν θεωρήθηκε, ούτε τότε, σαν απόλαυση η κρεοφαγία αλλά σαν γέννημα ανάγκης. Ανάλογα και περισσότερο, είναι ολωσδιόλου απαράδεκτη και η ανθρωποφαγία. Ούτε, λοιπόν, επειδή οι άνθρωποι θυσίασαν σε κάποιες δυνάμεις ζώα, έπρεπε και να τα τρώνε. Και βεβαίως, ούτε όταν θυσίαζαν ανθρώπους δοκίμασαν, με την ευκαιρία, και κρέας ανθρώπινο.»





x
Η αρετή, ο άνθρωπος, οι μεγάλοι φιλόσοφοι και η αποχή
«Είναι γνωστό πως αυτή, η ενίσχυση της αρετής, δηλαδή, γίνεται με της Δικαιοσύνης την ανώτατη έκφραση, η οποία ενυπάρχει στην ευσέβεια που αποτείνεται προς τους θεούς. Αυτή η ευσέβεια συμπληρώνεται και επαυξάνεται μέσω της αποχής από τα έμψυχα. Όταν τηρούμε τη Δικαιοσύνη αυτή, δεν υπάρχει, ασφαλώς, φόβος να παραβούμε στο ελάχιστο, και το δίκαιο που αφορά στους ανθρώπους, γιατί αυτή είναι η προς τους θεούς καθοσιωμένη, η θεία Δικαιοσύνη.
(…)
«Διότι ο άνθρωπος δύναται, εκ φύσεως, να είναι ον αβλαβές και αποτρεπτικό του κακού, παρά να απολαμβάνει τις ηδονές του με την βλάβη των άλλων.»



Zώα, φυτά και ανθρώπινη αδικοπραγία
«Κατ’ αρχήν, όπως λέγει και ο Πλούταρχος, τρώμε τα ζώα όχι επειδή η φύση μας έχει ανάγκη από αυτά. Και αυτού του είδους η συνήθειά μας, να τα τρώμε, έχει προ πολλού ενθαρρύνει και επιτείνει την αδικία προς όλες τις κατευθύνσεις. Ενώ τα φυτά προσφέρονται και είναι αρκετά για την ικανοποίηση των αναγκών μας, χωρίς η φθορά που υφίστανται να υπερβαίνει ένα ανεκτό γι αυτά σημείο. Και είναι αμφίβολο αν είναι πράγματι φθορά το να παίρνουμε ένα μέρος από τα φυτά, διότι και μετά από αυτό, παραμένουν ζωντανά. Αλλά να αφανίζεις άλλα ζώα και να τα φθείρεις χάριν πλουτισμού και ηδονής, αυτό ανήκει στην απόλυτη αγριότητα και αδικία. Η αποχή από αυτά στη διατροφή μας δεν μας εμπόδισε ούτε να ζούμε, ούτε να ζούμε καλά. Άλλωστε, αν είχαμε ανάγκη πραγματική να σκοτώνουμε ζώα και να τρώμε σάρκες για την επιβίωσή μας, όπως χρειαζόμαστε τον αέρα και το νερό και τα φυτά και τους καρπούς, που χωρίς αυτά είναι αδύνατη η ζωή, τότε θα λέγαμε δικαίως ότι η φύση μας ευθύνεται γι αυτήν την αδικία.»
(…)
«Αλλά το να οδηγούν άλλοι ζώα στη σφαγή και να τα μαγειρεύουν, κατακυριευμένοι από τον φόνο και όχι χάριν της ανάγκης της τροφής ή της αναγκαίας συμπληρώσεως της, αλλά επειδή επιδιώκουν την απόλυτη ικανοποίηση της ηδονής και της λαιμαργίας, κατά τρόπο άξιο απορίας, αυτό λοιπόν θεωρείται από τους θεούς άνομο και τρομερό.»


Τα άγρια, τα ήμερα, ο φόνος και η βρώση
«Διότι εκείνος που απέχει από κάθε έμψυχο, αν και δεν μένει μακριά από εκείνα τα ζώα που προσφέρονται για συναναστροφή, αυτός ο άνθρωπος, πολύ περισσότερο από τους άλλους, θα απέχει και από του να βλάψει το ίδιο του το γένος.
Διότι εκείνος που αγαπά το γένος, δεν θα μισήσει το είδος, αλλά, μάλλον, όσο μεγαλύτερη είναι η εξοικείωσή του προς το γένος των ζώων, τόσο περισσότερο θα καλλιεργήσει αυτήν την σχεση προς ό,τι ανήκει στο δικό του είδος και θα την κρατήσει ακέραιη.
Λοιπον, αυτός που κατακτά την εξοικείωση προς το ζώον, αυτός δεν θα αδικήσει κανένα ζώον.
Αυτός όμως που περιορίζει το δίκαιο μόνο στον άνθρωπο, θα είναι ικανός να ελέγξει την εγκληματική του προδιάθεση, παρά μόνον εν στενώ, περιοριστικώς.
Λοιπόν, γλυκύτερο και από το «Σωκρατικόν έδεσμα» είναι το Πυθαγόρειο. Διότι ο Σωκράτης έλεγε ότι ορεκτικό της τροφής είναι η πείνα, αλλά ο Πυθαγόρας το να μην αδικείς κανέναν και να κάνεις νόστιμο το φαγητό με την δικαιοσύνη. Η αποφυγή λοιπόν της έμψυχης τροφής είναι αποφυγή των αδικημάτων που αφορούν την τροφή.
Διότι ο θεός δεν έκαμε βεβαίως έτσι τα πράγματα ώστε να είναι αδύνατη η συντήρηση του είδους μας χωρίς την κακοποίηση κάποιου άλλου.»
(…)
«Και κατ’ αυτόν τον τρόπο εννοείται ο δίκαιος άνθρωπος, όχι με τον στενό τρόπο των άλλων. Επειδή επεκτείνει την δικαιοσύνη τόσο, ώστε να φθάνει να εγγυάται την ασφάλεια και την αβλάβεια όλων των εμψύχων.
Γι αυτό και η ουσία της βρίσκεται μέσα στην εξουσία του λογικού επί του αλόγου στοιχείου, το οποίο άλογο στοιχείο έπεται του λογικού.
Διότι όταν άρχει το λογικό και έπεται το άλλο, εμφανίζεται η υποχρέωση να είναι ο άνθρωπος πράγματι ακίνδυνος προς οτιδήποτε. Πράγματι: εάν είναι τα πάθη συνεσταλμένα, τότε και οι επιθυμίες και οι αψιθυμίες είναι ατροφικές κι ο λογισμός κατέχει την δύναμη που του ανήκει, κι ευθύς έπεται η εξομοίωσή μας προς το ανώτερο οντολογικό επίπεδο. Κι εκείνο, το ανώτερο, που βρίσκεται μέσα στο σύμπαν, είναι καθολικά αβλαβές.»


Η ζωή στην χρυσή εποχή
«Από όσους έκαμαν συγκροτημένη, συστηματική και ακριβή σύνοψη των Ελληνικών θεμάτων, ένας είναι ο Δικαίαρχος ο Περιπατητικός. Αυτός, καθώς αφηγείται τον αρχαίο βίο της Ελλάδος, λέγει ότι οι παλαιοί ήσαν εκτός των άλλων και κοντά στους θεούς. Διότι υπήρξαν ωραιότατοι και αγαθότατοι στην μορφή και στις συνήθειες, και διότι έζησαν τον άριστο βίο. Γι αυτό και θεωρούνται ως χρυσούν γένος, εάν συγκριθούν προς τους συγχρόνους μας, που είναι κίβδηλοι και από χυδαιότατη ύλη, ενώ εκείνοι δεν σκότωναν έμψυχο ον.»
(…)
«Βεβαίως ούτε πόλεμοι υπήρχαν ούτε εξεγέρσεις κάποιων εναντίων των άλλων, επειδή δεν υπήρχε ούτε προσεφέρετο κανένα έπαθλο ανάμεσά τους το οποίο θα προκαλούσε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, ώστε να ξεσπάσει πόλεμος γι αυτό.
Έτσι, το κυρίαρχο στοιχείο του βίου τους ήταν η αργία, η αμεριμνησία ως προς όσα υποβάλλει η ανάγκη, η υγεία, η ειρήνη, η φιλία.»
(…)
«Ύστερα η ανθρωπότητα προχώρησε στον νομαδικό τρόπο ζωής, κατά τον οποίο συγκέντρωναν περιττή περιουσία πλέον κι έπιασαν ζώα αιχμάλωτα, αφού κατάλαβαν ότι άλλα ήσαν εκ φύσεως αβλαβή και άλλα κακοποιά και δυσμενή. Έτσι λοιπόν εξημέρωσαν τα πρώτα ενώ επετίθεντο ομαδικά εναντίον των άλλων. Τότε με την κυνηγετική δραση, εμφανίσθηκε και ο πόλεμος στη ζωή τους.»
(…)
«Σ’αυτά ακριβώς αναφέρονται τα «Παλαιά» από το βιβλίο «Ελληνικά» του Δικαιάρχου, που αφηγείται ότι ο βίος των παλαιοτάτων ανθρώπων ήταν μακαριώτατος και η τελειότητά του οφείλετο, όχι λιγότερο από ό,τι στους άλλους όρους ζωής, και στην αποχή από τα έμψυχα.
Γι αυτόν τον λόγο δεν υπήρχε πόλεμος, αφού έλειπε η αδικία – ο φόνος. Ύστερα όμως ήλθαν ο πόλεμος και η πλεονεξία στην κοινωνία τους μαζί με την αδικία προς τα ζώα. Και είναι αξιοθαύμαστοι, αυτοί που ετόλμησαν να πουν ότι η αποχή από τα ζώα είναι μητέρα της αδικίας, καθώς η ιστορία και η εμπειρία αποδεικνύουν ότι μαζί με τον φόνο εμφανίσθηκε και η ασέλγεια και ο πόλεμος και κάθε αδικία.»



 Αγνότης και επιμιξία
«Θεωρούσαν λοιπόν αγνότητα οι ιεροί άνθρωποι την τήρηση της αποστάσεως από το αντίθετο, και την ανάμιξη με αυτό την ενόμιζαν μίασμα. Έτσι, όταν έδιναν ή έπαιρναν τροφή από καρπούς, που δεν την βρίσκει κανείς από νεκρά ζώα και η οποία δεν είναι εκ φύσεως έμψυχη, πίστευαν ότι δεν μολύνονται τα πράγματα που διοικεί η φύση. Αλλά τις σφαγές των ζώων που έχουν αισθήσεις και τις βίαιες αποσπάσεις των ψυχών τους, τις θεωρούσαν μιασματα πολύ περισσότερο, πίστευαν ότι το πλήρες αισθήσεων σώμα, όταν αποστερείται την αίσθηση και νεκρώνεται, αφομοιώνεται προς την αισθαντική δύναμη εκείνου που είναι ζωντανός και το τρώγει. Γι αυτό η αγνότητα, σύμφωνα με όλα τα κριτηρια, συνίσταται στην απόσταση και την αποχή από τα πολλά και ενάντια, και στην επιλογή και αποδοχή των οικείων και καταλλήλων για μας ειδών.»








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου